σατραπικός

σατραπικός
σᾰτρᾰπ-ικός, ή, όν,
A of a satrap, ἡ σ. οἰκονομία, opp. ἡ βασιλική, Arist.Oec.1345b13;

αὐλή Plu.Agis3

.
II like a satrap, luxurious, Id.Comp.Cim.Luc.1;

δωρεαί Alciphr.1.38

;

οἱ -ώτεροι τῶν φιλοσόφων Phld.Oec.p.74

J.; formal, stately,

συμπόσιον Plu.2.616e

:—irreg. fem. [suff] σᾰτρᾰπ-ίς, ίδος

, ναῦς Philostr.VA2.17

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σατραπικός — ή, ό / σατραπικός, ή, όν, ΝΜΑ, και σατράπικος, η, ο, Ν [σατράπης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σατράπη («ἡ σατραπικὴ οἰκονομία», Αριστοτ.) νεοελλ. (για άνθρωπο) τυραννικός, δεσποτικός, αυταρχικός αρχ. 1. όμοιος με σατράπη ή αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • σατραπικός — ή, ό επίρρ. ά αυθαίρετος, δεσποτικός, τυραννικός: Σατραπική συμπεριφορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σατραπικῶν — σατραπικός of a satrap fem gen pl σατραπικός of a satrap masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σατραπικόν — σατραπικός of a satrap masc acc sg σατραπικός of a satrap neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σατραπικαῖς — σατραπικός of a satrap fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σατραπικοῖς — σατραπικός of a satrap masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σατραπικοῦ — σατραπικός of a satrap masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σατραπικῆς — σατραπικός of a satrap fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σατραπική — σατραπικός of a satrap fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σατραπικήν — σατραπικός of a satrap fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σατραπικῷ — σατραπικός of a satrap masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”